- καβάς
- και καμπάς, οκαβάδι*.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. καβάδι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κάβας, Νικόλαος — (19ος αι.). Γιατρός. Καταγόταν από την Πελοπόννησο. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και προσέφερε σε αυτή σπουδαίες υπηρεσίες. Συνετέλεσε στην παραπλάνηση του Ιμπραήμ πασά, διοικητή της Πελοποννήσου, ώστε να μην αντιληφθεί τις προετοιμασίες… … Dictionary of Greek
δολώνω — δόλωσα, δολώθηκα, δολωμένος 1. βάζω δόλωμα σε αγκίστρι ή παγίδα: Βάλε δόλωμα στην πετονιά. 2. νοθεύω ποτά: Τα ποτά αυτής της κάβας είναι δολωμένα. 3. μτφ., εξαπατώ χρησιμοποιώντας δόλο: Πρόσεξε μη σε δολώσουν κατά τη συναλλαγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)